Forscherin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Forscherin | die | Forscherinnen |
γενική | der | Forscherin | der | Forscherinnen |
δοτική | der | Forscherin | den | Forscherinnen |
αιτιατική | die | Forscherin | die | Forscherinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Forscherin (de) θηλυκό