Gesundheit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡəˈzʊnthaɪ̯t/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ge‐sund‐heit
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Gesundheit (de) θηλυκό
- η υγεία
Δείτε επίσης : gesundheit |
Gesundheit (de) θηλυκό