Lodel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά της Πενσυλβανίας (pdc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Lodel < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lodel (το ίδιο και στον πληθυντικό)
- μεθυσμένος, που είναι λιώμα από το αλκοόλ
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Lodel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Lodel αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]