Navajo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Navajo (en)

  1. κάποιος που ανήκει στη φυλή των Ναβάχο, που είναι σήμερα η μεγαλύτερη ινδιάνικη φυλή της Β. Αμερικής
  2. η γλώσσα ναβάχο