Pertinax
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Pertinax < pertinax < per + tenax < teneo < πρωτοϊταλική tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈper.ti.naks/
Επίθετο
[επεξεργασία]Pertinax αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Pertinax | |
γενική | Pertinacis | |
δοτική | Pertinacī | |
αιτιατική | Pertinacem | |
κλητική | Pertinax | |
αφαιρετική | Pertinace | |