Uhr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /uːɐ̯/
 
 

πληθυντικός

ΔΦΑ : /ˈuːrən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Uhr (de) θηλυκό

  1. η ώρα (του ρολογιού)
    es ist zwei Uhr - η ώρα είναι δύο
    wieviel Uhr ist es? - τι ώρα είναι;
  2. το ρολόι (του χεριού



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Uhr < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Uhr αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]