Urlaub

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Urlaub (de) ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • in Urlaub fahren - πηγαίνω διακοπές
  • Urlaub machen - κάνω διακοπές



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Urlaub < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Urlaub αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (S-Ž), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (S-Ž), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβανίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [1]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Urlaub < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Urlaub αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]