Witzbold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Witzbold | die | Witzbolde |
γενική | des | Witzbolds Witzboldes |
der | Witzbolde |
δοτική | dem | Witzbold Witzbolde |
den | Witzbolden |
αιτιατική | den | Witzbold | die | Witzbolde |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Witzbold (de) αρσενικό