aérolite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aérolite aérolites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aérolite (fr) και aérolithe αρσενικό