aéroportuaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aéroportuaire aéroportuaires

Επίθετο[επεξεργασία]

aéroportuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό