abat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abat abats

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abat (fr) αρσενικό

  1. η κατάρριψη
  2. η πτώση

Συγγενικά[επεξεργασία]