abattu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ba.ty/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abattu abattus

abattu (fr) αρσενικό

  1. γκρεμισμένος
  2. (για αισθήματα) τσακισμένος, καταβεβλημένος