abbinamento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abbinamento < abbinare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abbinamento αρσενικό

  • συνδυασμός