abeille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: abeillé, Abeille

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abeille abeilles

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abeille < οξιτανική abelha < λατινική apicula

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.bɛj/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abeille (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]