abismiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα abismiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | abismiĝas | abismiĝanta | abismiĝata |
αόριστος | abismiĝis | abismiĝinta | abismiĝita |
μέλλοντας | abismiĝos | abismiĝonta | abismiĝota |
υποθετική | abismiĝus | - | - |
προστακτική | abismiĝu | - | - |
abismiĝi (eo)