abismiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abismiĝi < abism- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα abismiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abismiĝas abismiĝanta abismiĝata
αόριστος abismiĝis abismiĝinta abismiĝita
μέλλοντας abismiĝos abismiĝonta abismiĝota
υποθετική abismiĝus - -
προστακτική abismiĝu - -

abismiĝi (eo)