ablactation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ablactation ablactations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ablactation (en)

  1. ο απογαλακτισμός



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.blak.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ablactation (fr) θηλυκό

  1. ο απογαλακτισμός