abrupt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abrupt < λατινική abruptus < abrumpo < ab + rumpo

Επίθετο[επεξεργασία]

abrupt (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.bʁypt/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abrupt abrupts

abrupt (fr) αρσενικό ή θηλυκό