absentéiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ap.sɑ̃.te.ist/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
absentéiste absentéistes

absentéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό