abstracteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abstracteur | abstracteurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abstracteur (fr) αρσενικό
- αυτός που εκφράζεται συχνά με αφηρημένες έννοιες
ενικός | πληθυντικός |
abstracteur | abstracteurs |
abstracteur (fr) αρσενικό