accaparement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accaparement accaparements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accaparement (fr) θηλυκό