acceptation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
acceptation acceptations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acceptation (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ksɛp.ta.sjɔ̃/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

acceptation < accepter + -tion

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ksɛp.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acceptation (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

accepter