accession
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accession (en)
- η προσχώρηση (π.χ. σε μια ένωση κρατών, μια συμμαχία κλπ)
- η προσθήκη (π.χ. σε μια συλλογή, ένα αρχείο, μία αποθήκη υλικού κλπ)
- η ανάρρηση (στο θρόνο, στην εξουσία)
- η αύξηση, το μεγάλωμα (πχ.χ μιας περιουσίας ή των εδαφών ενός κράτους
- η εμφάνιση μιας αρρώστιας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ak.sɛ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accession | accessions |
accession (fr) θηλυκό