accession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accession < λατινική accessio < accedo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accession (en)

  1. η προσχώρηση (π.χ. σε μια ένωση κρατών, μια συμμαχία κλπ)
  2. η προσθήκη (π.χ. σε μια συλλογή, ένα αρχείο, μία αποθήκη υλικού κλπ)
  3. η ανάρρηση (στο θρόνο, στην εξουσία)
  4. η αύξηση, το μεγάλωμα (πχ.χ μιας περιουσίας ή των εδαφών ενός κράτους
  5. η εμφάνιση μιας αρρώστιας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ak.sɛ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accession accessions

accession (fr) θηλυκό