accointance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kwɛ̃.tɑ̃s/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- accointance < αρχαία γαλλική, accointer < δημώδης λατινική, accognitare < cognitus, γνωστός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accointance | accointances |
accointance (fr) θηλυκό
- η φιλική σχέση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- avoir des accointances, έχω σχέσεις, έχω φίλους (σε ένα ορισμένο περιβάλλον)