accompaniment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accompaniment accompaniments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accompaniment < accompany + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accompaniment (en)