accordage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kɔʁ.daʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accordage accordages

accordage (fr) αρσενικό