accortise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accortise | accortises |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accortise (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
accortise | accortises |
accortise (fr) θηλυκό