accortise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accortise accortises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accortise (fr) θηλυκό