accostage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accostage accostages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accostage (fr) αρσενικό

  1. το πλεύρισμα
  2. η προσέγγιση δύο αστροσκαφών
  3. (οικείο) το πλησίασμα κάποιου