accoucheur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ku.ʃœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accoucheur accoucheurs

accoucheur (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]