accourcir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- accourcir < παλαιά γαλλική acorcier (κονταίνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]accourcir (fr) (παρωχημένο)
- κονταίνω
- (ειδικότερα) παίρνω πιο κοντό, σύντομο δρόμο