achievement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
achievement achievements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
achievement < achieve + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

achievement (en)

  1. η επίτευξη, η ολοκλήρωση
  2. το επίτευγμα, το κατόρθωμα