acquiesce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˌækwɪˈes/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acquiesce (en)
- στέργω, συναινώ, αποδέχομαι κάτι, αλλά μάλλον επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση και όχι επειδή συμφωνώ πραγματικά ή το επιθυμώ κι εγώ