acuité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kɥi.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acuité acuités

acuité (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]