acuity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/əˈkjuːɪti/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

ύστερα μεσοαγγλικά: acuity < παλαιογαλλικά: acuite ή μεσαιωνικά λατινικά: acuitas < λατινικά: acuere «καθιστώ αιχμηρό, ακονίζω, οξύνω»


βλέπε: acute

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acuity (en)

  1. οξύνοια, οξυδέρκεια, σπιρτάδα, ευφυΐα, οξύτητα πνεύματος, στοχαστική οξύτητα
  2. οπτική διακριτική ικανότητα, οπτική οξύτητα




Συνώνυμα

[επεξεργασία]
οξύνοια
[επεξεργασία]
οξυδέρκεια
[επεξεργασία]
σπιρτάδα
[επεξεργασία]
οπτική οξύτητα, διακριτότητα
[επεξεργασία]

___

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • acuity - Power Thesaurus[1]
    • acuteness → σημαίνει: (ουσιαστικά) judgment, intelligence, intellect
    • sharpness → σημαίνει: (ουσιαστικά) wisdom, understanding
    • acumen → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, wisdom, ability
    • keenness → σημαίνει: (ουσιαστικά) wisdom, understanding, judgment
    • aptitude → σημαίνει: (ουσιαστικά) skill, understanding, mind
    • dexterity → σημαίνει: (ουσιαστικά) skill, sharpness
    • genius → σημαίνει: (ουσιαστικό) skill
    • intelligence → σημαίνει: (ουσιαστικά) wisdom, perceptiveness, understanding
    • perceptiveness → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, wisdom, perception
    • perspicacity → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, judgment, wisdom
    • acumination → σημαίνει: (ουσιαστικό) sharpness
    • adroitness → σημαίνει: (ουσιαστικό) skill
    • alertness → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, care
    • brilliance → σημαίνει: (ουσιαστικά) judgment, intelligence, intellect
    • cleverness → σημαίνει: (ουσιαστικά) intelligence, understanding, mind
    • discernment → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, judgment, wisdom
    • edge → σημαίνει: (ουσιαστικό) perceptiveness
    • flair → σημαίνει: (ουσιαστικό) skill
    • insight → σημαίνει: (ουσιαστικά) wisdom, understanding, judgment
    • mentality → σημαίνει: (ουσιαστικά) understanding, sense