addict

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
addict addicts

addict (en)

  1. που είναι εθισμένος σε κάποια ουσία
  2. εξαρτημένος, που είναι τρελός οπαδός ή που ασχολείται υπερβολική ώρα με κάτι
    All my friends are video games addicts but I don't play so much
    Όλοι οι φίλοι μου είναι εξαρτημένοι από τα βιντεοπαιχνίδια αλλά εγώ δεν παίζω τόσο πολύ.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

addict (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

addict (fr)