addition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
addition additions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

addition < παλαιά γαλλική adition

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

addition (en)

  1. (αριθμητική) η πρόσθεση
  2. η προσθήκη
    the new addition to the team
    η νέα προσθήκη για την ομάδα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

addition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.di.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

addition (fr)