additive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
additive | additives |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]additive (en)
- το πρόσθετο (που προστίθεται στα τρόφιμα)
ενικός | πληθυντικός |
additive | additives |
additive (en)