adicity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adicity | adicities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adicity (en)
- (λογική, μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών) συνώνυμο του arity
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- adicity στην αγγλική Βικιπαίδεια