admirer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
admirer admirers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
admirer < admire + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

admirer (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ad.mi.ʁe/
 

admirer (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]