adoption

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adoption (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adoption < λατινική adoptio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.dɔ.psj̃ɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adoption adoptions

adoption (fr) θηλυκό

  1. η υιοθεσία, η τεκνοθεσία
  2. η υιοθέτηση
  3. η καθιέρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]