adwent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈadvɛ̃nt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adwent (pl) αρσενικό