adyton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adyton (pl) αρσενικό

  • το άδυτο, τμήμα του ιερού των ναών