affaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
affaire | affaires |
affaire (fr) θηλυκό
- η υπόθεση, η δουλειά
- c'est une affaire compliquée - πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση
- πράγμα, κάτι που ανήκει σε κάποιον
- ramasse tes affaires - μάζεψε τα πράγματά σου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- homme d'affaires: επιχειρηματίας