aide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aide (en)

  • ο βοηθός (συνεργάτης ενός αξιωματούχου)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aide (fr) θηλυκό

aide (fr) αρσενικό ή θηλυκό