ailment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ailment ailments

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈeɪlmənt/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ailment < ail + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ailment (en)

Πηγές[επεξεργασία]