akcjonariusz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
akcjonariusz < γερμανική Aktionär

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

akcjonariusz (pl) αρσενικό