alimentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alimentation alimentations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alimentation (fr) θηλυκό

  1. η διατροφή
  2. η τροφοδοσία, η σίτιση, ο σιτισμός


Συγγενικά[επεξεργασία]