allégresse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
allégresse < allègre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allégresse allégresses

allégresse (fr) θηλυκό