allude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | allude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alludes |
αόριστος | alluded |
παθητική μετοχή | alluded |
ενεργητική μετοχή | alluding |
Ρήμα
[επεξεργασία]allude (en)
- → δείτε το phrasal verb allude to