amatorstwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

amatorstwo < amator

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amatorstwo (pl) ουδέτερο