ambivalence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ambivalence (en)

  1. η αμφιθυμία, η αμφιταλάντευση
  2. αβεβαιότητα, η αναποφασιστικότητα

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.bi.va.lɑ̃ːs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ambivalence ambivalences

ambivalence (fr) θηλυκό

  1. η αμφιθυμία
  2. διφορούμενος συλλογισμός